- κενταύριο
- (Centaurium). Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγρια· ελάχιστα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 70 είδη: το πιο κοινό είναι το κ. το κυανό, ενοχλητικότατο ζιζάνιο των σιταγρών που φύεται σε όλη την Ελλάδα. Είναι λευκοπράσινο, εριώδες, με κεφάλια έντονου κυανού χρώματος, στα οποία τα περιφερειακά ανθίδια είναι σωληνοειδή με χείλη χαραγμένα, διευρυνόμενα σαν τρομπέτα και μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα μεσαία ανθίδια. Άλλα είδη που απαντούν στην Ελλάδα είναι:το κ. της Πίνδου, με ψηλό, όρθιο, χνουδωτό βλαστό και ένα κεφάλιο ανά βλαστό, το οποίο συναντάται στην αλπική και υποαλπική ζώνη του Ολύμπου και της Όσσας· το κ. το ακανθώδες, πολυετές, ημιθαμνώδες, πολύ ακανθωτό, με ροδόχροα ή ωχρόλευκα άνθη, το οποίο φύεται σε παραθαλάσσιες περιοχές της ανατολικής Ελλάδας (είναι γνωστό με τις κοινές ονομασίες αλιφός και αλιφόνι)· το κ. το ηλιοτρόπιο, γνωστό ως αζογκάθι, λαμπιδόνα ή φαλαρίδα, το οποίο ανθίζει το καλοκαίρι, αυτοφύεται κοντά σε τοίχους, κατά μήκος των δρόμων, καθώς και σε καλλιεργούμενους και άγονους αγρούς σε όλη την Ελλάδα και είναι μονοετές, λευκό, εριώδες, πολύκλαδο, με κίτρινα άνθη, περιβληματικά φύλλα, ακανθωτά και κιτρινωπά· τέλος, το κ. η πεδιοπαγίδα, δίχρονο φυτό, ψηλό, πολύκλαδο, με άνθη πορφυρά, το οποίο είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα σε χέρσους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων.
Οι καλλιεργούμενες για καλλωπιστικούς σκοπούς ετήσιες ποικιλίες κ. προέρχονται από το κ. το κυανό και οι πολυετείς από το κ. η ραγκουζίνα. Οι πρώτες έχουν κυανά, πορφυρά, λευκά ή κόκκινα άνθη, ανάλογα με την ποικιλία, ενώ οι δεύτερες χαρακτηρίζονται από το λευκό αργυρόχρωμο φύλλωμα και τα κίτρινα άνθη.
Κενταύριο η ραγκουζίνα.
Κενταύριο η ζάκεα.
Dictionary of Greek. 2013.